- χειλοστρόφιον
- χειλο-στρόφιον, τό, Lippenschraube, ein Folterwerkzeug
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειλοστρόφιο — το / χειλοστρόφιον, ΝΑ νεοελλ. όργανο χρησιμοποιούμενο για τη σύσφιγξη τού άνω χείλους τών αλόγων, τα οποία, με τον τρόπο αυτό, γίνονται πειθήνια αρχ. όργανο βασανισμού με το οποίο στράβωναν τα χείλη τών θυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + στρόφιον… … Dictionary of Greek